Μεθοδος |
Αντιπηκτικό |
Αναγκαιότητα |
Ανοσοφαινότυπος |
EDTA/Heparin |
Υποχρεωτικός |
Καρυοτυπική Ανάλυση |
Heparin |
Υποχρεωτική |
FISH |
EDTA |
Επικουρική |
Μοριακές |
EDTA/Heparin |
Υποχρεωτικές |
Η Χρόνια ηωνινοφιλική λευχαιμία (CEL) χαρακτηρίζεται από κλωνική ηωσινοφιλία και ταξινομείται ως μυελοϋπερπλαστικό νεόπλασμα (MPN). Εϊναι πολύ σπάνια και επιθετική νόσος στην οποία ο κλωνικός πολλαπλασιασμός των ηωσινοφιλικών πρόδρομων κυττάρων οδηγεί σε αύξηση στα ηωσινόφιλα στο περιφερικό αίμα, τον μυελό των οστών και τους περιφερικούς ιστούς. Η λευχαιμική διήθηση ή η απελευθέρωση κυττοκινών, ενζύμων και πρωτεϊνών από τα ηωσινόφιλα μπορεί να οδηγήσουν σε οργανική βλάβη, για παράδειγμα, της καρδιάς, των πνευμόνων, του δέρματος, του γαστρεντερικού σωλήνα ή του ΚΝΣ (WHO 2022).
Η διάγνωση της CEL γίνεται συνήθως αποκλείοντας άλλα αιματολογικά νεοπλάσματα που μπορεί να εμφανίζονται με ηωσινοφιλία. Τα ακόλουθα κριτήρια εφαρμόζονται σύμφωνα με τη WHO 2022 για να τεθεί η διάγνωση:
- Ηωσινοφιλία (απόλυτη τιμή ηωσινοφίλων >1,5 x 109/L) στο περιφερικό αίμα για δύο τουλάχιστον εξετάσεις με μεσοδιάστημα τουλάχιστον 4 εβδομάδων
- Τα WHO κριτήρια για MPN, MDS/MPN, MLN-eo, μαστοκυττάρωση ή AML δεν πληρούνται
- Απουσία PDGFRA, PDGFRB ή FGFR1 αναδιάταξης, ETV6::ABL1 αναδιάταξης και JAK2 και FLT3 αναδιατάξεων
- Κλωνική κυτταρογενετική ή μοριακή γενετική βλάβη (η πιθανότητα της clonal hematopoiesis of indeterminate potential (CHIP) θα πρέπει να εξετασθεί)
- Παθολογικά μορφολογικά ευρήματα στον μυελό των οστών (π.χ., δυσπλασία μεγακαρυοκυτταρικής ή ερυθράς σειράς)
Εάν η κλωνικότητα δεν μπορεί να καταδειχθεί με ανίχνευση κυτταρογενετικής ή μοριακής γενετικής βλάβης, τίθεται η διάγνωση του ιδιοπαθούς υπερηωσινοφιλικού συνδρόμου (HES).Αυτό χαρακτηρίζεται από ηωσινοφιλία ≥1.5 x 109/L για τουλάχιστον 4 εβδομάδες για την οποία καμία υποκείμενη αιτία δεν ανευρίσκεται. Επιπρόσθετα, παρατηρούνται σημεία οργανικής βλάβης και δυσλειτουργίας. Χωρίς αυτά τα σημεία, ο όρος υπερηωσινοφιλία θα πρέπει να χρησιμοποιείται. Η ηωσινοφιλία μπορεί επίσης να προκαλείται από αυξημένη απελευθέρωση Τ-κυτταρικών κυτταροκινών. Ως εκ τούτου, η παρουσία παθολογικών Τ-κυττάρων θα πρέπει να αποκλείεται. Μία σύνοψη της διαφορικής διάγνωσης εμφαίνεται στην Εικόνα 1.
Εικόνα 1: Διαγνωστικός αλγόριθμος και διαφορική διαγνωστική επί παρουσίας υπερηωσινοφιλίας (adapted from Reiter & Gotlib 2017, WHO 2022).
CEL: Διαγνωστικές μέθοδοι και συσχέτισή τους
Ανοσοφαινότυπος
Για τη CEL, δεν έχει περιγραφεί συγκεκριμένος ανοσοφαινότυπος. Μολονότι, ο ανοσοφαινότυπος είναι σημαντικός για τον αποκλεισμό της Τ-σχετιζόμενης ηωσινοφιλίας.
Χρωμοσωμική ανάλυση
Δεν έχουν περιγραφεί συγκεκριμένες χρωμοσωμικές ανωμαλίες για τη CEL. Ωστόσο, η χρωμοσωμική ανάλυση μπορεί να φανεί χρήσιμη στην κατάδειξη κλωνικότητας, αναδεικνύοντας κυτταρογενετικές βλάβες, επιτρέποντας τη διαφοροποίηση από το ιδιοπαθές υπερηωσινοφιλικό σύνδρομο (HES). Ποικίλες αριθμητικές και δομικές χρωμοσωμικές ανωμαλίες ανευρίσκονται που έχουν επίσης περιγραφεί σε άλλα μυελικά νεοπλάσματα. Αυτές περιλαμβάνουν, για παράδειγμα, την τρισωμία 8, τη μονοσωμία 7, το ισοχρωμόσωμα 17q, 13q και 20q ελλείψεις και μεταβολές στο χρωμόσωμα 1. Σύμπλοκος καρυότυπος μπορεί επίσης να παρατηρηθεί (Morsia et al. 2020).
Fluorescence in situ hybridisation (FISH)
Στη διάγνωση της CEL, η FISH ανάλυση είναι εξαιρετικά χρήσιμη στο να αποκλείσει την παρουσία των ειδικών PDGFRA, PDGFRB, JAK2,και FGFR1 αναδιατάξεων, όπως και του απόκρυφου υβριδικού γονιδίου ETV6::ABL1. Λόγω του μεγάλου αριθμού των γονιδίων εταίρων, η ανάλυση FISH είναι πιο κατάλληλη από τη μοριακή γενετική στον αποκλεισμό αυτών των αναδιατάξεων. Επιπλέον, μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως συμπληρωματική μέθοδος στην κλασσική χρωμοσωμική ανάλυση στην απάντηση ειδικών ερωτημάτων.
Μοριακή γενετική
Η μοριακή γενετική χρησιμοποιείται στη διάγνωση της CEL πρωτίστως να αποκλείσει άλλα αιματολογικά νεοπλάσματα. Υπό αυτή την άποψη, διενεργείται έλεγχος για αυξημένη έκφραση PDGFRA ως υποκατάστατο για PDGFRA αναδιατάξεις, όπως και ανίχνευση του FIP1L1::PDGFRA υβριδικού μεταγράφου και του ETV6::ABL1 υβριδικού γονιδίου, για να αποκλεισθεί η οντότητα "myeloid/lymphoid neoplasms with eosinophilia and defining genetic rearrangements". Από την άλλη, η διάγνωση της CEL απαιτεί την κατάδειξη κλωνικότητας. Η ανίχνευση μοριακών γενετικών μεταβολών επιτρέπει τη διαφοροποίηση από το ιδιοπαθές HES. Για τον σκοπό αυτό, γίνονται αναλύσεις για μεταλλάξειςτων γονιδίων KIT p.D816V, JAK2 p.V617F, JAK2 exon 13, και STAT5B p.N642H, που είναι μεταλλαγμένα στο 1% με 4% των περιπτώσεων υπερηωσινοφιλίας (WHO 2022).
Εάν περαιτέρω ανάλυση κλωνικότητας είναι επιθυμητή, η αλληλούχιση νέας γενιάς θα ήταν καλό να εξετάσει πάνελ μυελικών γονιδίων. Μεταλλάξεις που περιγράφονται στη CEL περιλαμβάνουν μεταλλάξεις στα γονίδια ASXL1, IDH1, IDH2, TP53, SRSF2, SH2B3, TET2, SETBP1, SF3B1, EZH2, CBL, και NF1 (Reiter & Gotlib 2017, Morsia et al. 2020). Ωστόσο, στους ηλικιωμένους μπορεί να λάβουν χώρα μεταλλάξεις χωρίς συσχέτιση με αιματολογική κακοήθεια. Εάν μπορούν να ανιχνευθούν μεταλλάξεις με φορτίο ≥2% σε γονίδια που τυπικά μεταλλάσσονται σε μυελικά νεοπλάσματα απουσία σημείων αιματολογικής νεοπλασίας και απουσία κυτταροπενίας, τότε πρόκειται για clonal hematopoiesis of undetermined potential (CHIP). Τα πιο συχνά επηρεαζόμενα γονίδια σε αυτό το πλαίσιο είναι τα TET2, ASXL1, και DNMT3A (Steensma 2018). Συνεπώς, αυτά τα γονίδια θα πρέπει να εξετάζονται με κριτική σκέψη για την κατάδειξη κλωνικότητας στη διάγνωση της CEL (WHO 2022).