Μεθοδος |
Αντιπηκτικό |
Αναγκαιότητα |
Ανοσοφαινότυπος |
EDTA/Heparin |
Υποχρεωτικός |
Καρυοτυπική Ανάλυση |
Heparin |
Υποχρεωτική |
FISH |
EDTA |
Επικουρική |
Μοριακές |
EDTA/Heparin |
Υποχρεωτικές |
Ανοσοφαινότυπος
Η διάγνωση στηρίζεται κυρίως στον ανοσοφαινότυπο. Η WHO καθορίζει τα ακόλουθα ανοσοφαινοτυπικά διαγνωστικά κριτήρια:
Πίνακας 1: Ανοσοφαινοτυπικά διαγνωστικά κριτήρια στο BPDCN (WHO 2022)
Expected positive expression: |
Expected negative expression: |
CD123* |
CD3 |
CD14 |
|
TCL1* |
CD19 |
CD303* |
CD34 |
Lysozyme |
|
CD4 |
Myeloperoxidase |
CD56 |
|
Immunophenotypic diagnostic criteria:
Or, · Expression of 3 pDC markers and lack of expression of all expected negative markers. |
Η έκφραση του CD123 και του TCF4 είναι χαρακτηριστική στο BPDCN. Οι δείκτες TCL1, CD2AP, SPIB, CD303, CD304, E-cadherin, και MX1 εκφράζονται επίσης συχνά. Τα κύτταρα του BPDCN είναι συνήθως θετικά για CD4, CD56 και HLA-DR. Άλλοι δείκτες που πιθανώς εκφράζονται περιλαμβάνουν τους CD2, CD7, CD33, CD36, CD38, CD43, CD45RA, CD79a, BCL2, και TdT. Ο Ki-67 δείκτης πολλαπλασιασμού τυπικά είναι υψηλός. Ανοσοφαινοτυπικά, μπορεί να υπάρχει αλληλεπικάλυψη μεταξύ BPDCN και AML, συμπεριλαμβανομένης της έντονης συνέκφρασης του CD4, του CD56 και του CD123. Η κατάδειξη της έκφρασης των TCF4, CD303, ή/και TCL1, σε συνδυασμό με την απουσία έντονης έκφρασης lineage-specific δεικτών, συνήθως βοηθά να τεθεί η διάγνωση του BPDCN (WHO 2022).
Χρωμοσωμική ανάλυση
Χρωμοσωμικές ανωμαλίες ανιχνεύονται μέχρι και στο 66% του BPDCN (Leroux et al. 2002). Στις περισσότερες περιπτώσεις, ανευρίσκονται σύμπλοκοι καρυότυποι (Summerer et al. 2021).
Χρησιμοποιώντας κλασσική χρωμοσωμική ανάλυση, whole genome sequencing (WGS), whole transcriptome sequencing (WTS), και array-based copy number analysis (aCGH), παρατηρήθηκαν οι ακόλουθες ανωμαλίες στο BPDCN (Dijkman et al. 2007, Jardin et al. 2009, Lucioni et al. 2011, Summerer et al. 2021):
- Losses: del(4q), del(5q), del(7p), monosomy 9, del(9p), del(12p), monosomy 13, del(13q), monosomy 15, del(15q), del(17p)
- Gains: 1q, 7q
Για τις ελλείψεις 9p, φάνηκε η προγνστική τους σημασία (Lucioni et al. 2011). Η μονοαλληλική έλλειψη του NR3C1 (5q31) προσδιορίσθηκε επίσης ως προγνωστικός παράγοντας σε μία άλλη μελέτη. Η έλλειψη αυτή παρατηρήθηκε στο 28% των περιπτώσεων και συσχετίσθηκε με μικρότερη συνολική επιβίωση (Emadali et al. 2016).
Επαναλαμβανόμενες αναδιατάξεις στο BPDCN εμπλέκουν τα γονίδια MYC και MYB
Αναδιατάξεις του MYC γονιδίου ανιχνεύονται περίπου στο 10-15% των περιπτώσεων (Boddu et al. 2018). Στην πλειονότητα των περιπτώσεων η αντιμετάθεση λαμβάνει χώρα μεταξύ 8q24 (MYC) και 6p21 (SUPT3H), αλλά διαφορετικοί εταίροι έχουν επίσης περιγραφεί με εντοπισμό στις χρωμοσωμικές ζώνες: 2p12, Xq24, 3p25, και 14q32 (Nakamura et al. 2015, Tzankov et al. 2017, Boddu et al. 2018, Sakamoto et al. 2018, Sumarriva Lezama et al. 2018). Η αντιμετάθεση του MYC γονιδίου σχετίζεται με έκφραση του MYC. Επιπλέον, υπάρχει ισχυρή συσχέτιση μεταξύ της MYC αναδιάταξης και της ανοσοβλαστοειδούς κυτταρικής μορφολογίας. Σε μια αναδρομική ανάλυση, διαπιστώθηκε αρνητική επίδραση στην ανταπόκριση της θεραπείας και την επιβίωση (Sakamoto et al. 2018).
Αντιμεταθέσεις που εμπλέκουν το MYB γονίδιο (6q23.3) έχουν ταυτοποιηθεί ως μία άλλη επαναλαμβανόμενη αναδιάταξη στο BPDCN (Suzuki et al. 2017, Sakamoto et al. 2018). Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της μελέτης των Sakamoto et al, οι αναδιατάξεις των MYC και MYB γονιδίων είναι αμοιβαία αποκλειόμενες.
Μοριακή γενετική
Μοριακά, το BPDCN έχει μεταλλάξεις σε επιγενετικούς παράγοντες, splicing γονίδια, γονίδια της οικογένειας RAS, και γονίδια που κωδικοποιούν μεταγραφικούς παράγοντες ή εμπλέκονται στη μεθυλίωση του DNA. Πιο συχνά παρατηρούνται μεταλλάξεις στο γονίδιο TET2 (21-70%) και στο γονίδιο ASXL1 (28-46%) (WHO 2022). Οι Beird et al. πρόσφατα κατέδειξαν ότι η παρουσία μίας τουλάχιστον TET2 truncating μετάλλαξης σχετίζεται με σημαντικά πτωχότερη συνολική επιβίωση σε σύγκριση με καμία μετάλλαξη ή σε σχέση με TET2 missense μετάλλαξης (Beird et al. 2023). Επιπρόσθετα, μεταλλάξεις στα γονίδια ETV6, EZH2, FLT3, FLT3-ITD, IDH2, KRAS, NPM1, NRAS, SRSF2, TP53, και ZRSR2, μεταξύ άλλων, ανευρίσκονται επίσης (Menezes et al. 2014, WHO 2022).