Μεθοδος |
Αντιπηκτικό |
Αναγκαιότητα |
Ανοσοφαινότυπος |
EDTA/Heparin |
Επικουρικός |
Καρυοτυπική Ανάλυση |
Heparin |
Υποχρεωτική |
FISH |
EDTA |
Επικουρική |
Μοριακές |
EDTA/Heparin |
Υποχρεωτικές |
Ανοσοφαινότυπος
Βάσει της έκφρασης των δεικτών CD14 και CD16 τα μονοκύτταρα στο περιφερικό αίμα διακρίνονται σε τρεις υποτύπους: α. Classical monocytes (CD14+CD16-), β. Intermediate monocytes (CD14+CD16+) και γ. Non-Classical monocytes (CD14dimCD16+). Περίπου 85% των μονοκυττάρων στο περιφερικό αίμα είναι classical monocytes υπό φυσιολογικές συνθήκες. Έχει δειχθεί ότι η αύξηση των classical monocytes >94% των μονοκυττάρων στο περιφερικό αίμα έχει περίπου 91% ευαισθησία και 95% ειδικότητα για τη διάγνωση της CMML2. Παράλληλα, η ελάττωση των intermediate και non-classical monocytes έχει παρόμοια ευαισθησία και ειδικότητα για τη διάγνωση της CMML3.
Γίνεται σαφές ότι η μελέτη του ανοσοφαινοτύπου των μονοκυττάρων στο περιφερικό αίμα με κυτταρομετρία ροής αποτελεί πρωταρχική εξέταση στη διαγνωστική προσέγγιση ασθενών με μονοκυττάρωση υπό διερεύνηση. Αλλά και στον μυελό των οστών η κυτταρομετρία ροής παρέχει χρήσιμες πληροφορίες προς την κατεύθυνση της CMML. Πιο αναλυτικά, στα πρόδρομα κύτταρα της μυελικής σειράς παρατηρούνται αυξημένη έκφραση των δεικτών CD64 και HLA-DR, ελαττωμένη έκφραση των δεικτών CD34 και CD117, ανοσοφαινοτυπικές ανωμαλίες όπως αυξημένη έκφραση των CD34, CD13, CD117, CD123, ελαττωμένη έκφραση του CD38, έκτοπη έκφραση των CD2, CD5, CD7, CD19, CD56 και ασύγχρονη έκφραση των CD15 και CD64. Στα ώριμα μονοκύτταρα διαπιστώνεται συχνά αυξημένη έκφραση του CD56 και ελαττωμένη έκφραση των CD14, CD15, CD16, CD36 και CD64. Συγχρόνως, ευρήματα από την κοκκιοκυτταρική σειρά περιλαμβάνουν το παθολογικό μοτίβο ωρίμανσης/διαφοροποίησης των κοκκιοκυττάρων με βάση τους δείκτες CD13 και CD11b/CD16, καθώς και τον ελαττωμένο πλάγιο σκεδασμό (SSC) των ουδετεροφίλων1.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- WHO Classification of Haematolymphoid Tumours (5th edition)
- Selimoglu-Buet et al, Blood 2015
- Hudson et al, Leuk Res 2018
Χρωμοσωμική ανάλυση
Η χρωμοσωμική ανάλυση πρέπει να διενεργείται στην περίπτωση της CMML. Περίπου 70% των ασθενώνμε CMML έχουν φυσιολογικό καρυότυπο όταν εξετάζονται με κλασσική χρωμοσωμική ανάλυση. Η συχνότητα των κλωνικών κυτταρογενετικών ανωμαλιών κυμαίνεται από 23% έως 34% (WHO 2022). Στους βλάστες όπως προσδιορίζονται στη CMML-2, η συχνότητα ανωμαλιών είναι υψηλότερη (Such et al. 2011). Στα περισσότερα προγνωστικά συστήματα (ιδέ Πρόγνωση στη CMML), οι χρωμοσωμικές ανωμαλίες διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο, ώστε εδώ απαιτείται η χρωμοσωμική ανάλυση για τον καθορισμό της πρόγνωσης. Κοινές ανωμαλίες περιλαμβάνουν την τρισωμία 8, τη μονοσωμία 7, την απώλεια του Υ χρωμοσώματος και την τρισωμία 21 (WHO 2022). Ωστόσο, οι μεταβολές αυτές δεν είναι ειδικές της CMML, αλλά παρατηρούνται και σε άλλα αιματολογικά νεοπλάσματα.
Fluorescence in situ hybridisation (FISH)
Η FISH ανάλυση μπορεί να χρησιμοποιηθεί συμπληρωματικά στη χρωμοσωμική ανάλυση ή να προσδιορίσει τυπικές μεταβολές.Η FISH ανάλυση μπορεί να συμβάλει στους επανελέγχους και τον καθορισμό της υπολειπόμενης νόσου μετά από θεραπεία. Συγχρόνως, κυτταρογενετικές απόκρυφες μεταβολές (TET2 deletion, NF1 deletion, ETV6 deletion) μπορούν να ανιχνευθούν με FISH (Valent et al. 2019).
Μοριακή γενετική
Πάνω από 90% των ασθενών με CMML έχουν τουλάχιστον μία μοριακή μετάλλαξη, μερικές από τις οποίες έχουν προγνωστική σημασία (Patnaik & Tefferi 2022). Ο Πίνακας 1 συνοψίζει τις κοινές μεταλλάξεις για τις οποίες συνιστάται ανάλυση μεταλλάξεων στη διάγνωση (πάνελ σύμφωνα με τις κατευθυντήριες οδηγίες του ELN/EHA). Τα ίδια γονίδια συνιστώνται επίσης για μοριακή τυποποίηση σύμφωνα με την ταξινόμηση της WHO 2022. Πρόκειται για επιγενετικές μεταβολές (π.χ. ASXL1 και TET2), splicing μεταλλάξεις (π.χ. SRSF2) και μεταβολές που επηρεάζουν την κυτταρική σηματοδότηση (π.χ. K/NRAS, CBL, JAK2). Ένας σχηματισμός μεταλλάξεων στα ASXL1/SRSF2/TET2 γονίδια είναι ιδιαίτερα συχνός στη διάγνωση και επίσης εκφράζεται συνολικά στη συχνότητα μεταλλάξεων αυτών των γονιδίων (Πίνακας 2). Ο Πίνακας 3 παραθέτει τα γονίδια με προγνωστική σημασία που χρησιμοποιούνται στην εκτίμηση κινδύνου (προγνωστικό πάνελ).
Πίνακας 2: Συχνές μεταλλάξεις στη CMML (Itzykson et al. 2018, Patnaik & Tefferi 2022)
Frequency |
Gene |
>40% |
ASXL1, TET2, SRSF2 |
5-15% |
EZH2, BCOR, DNMT3A, IDH2, JAK2 V617F, CBL, NRAS, KRAS, PTPN11, SF3B1, U2AF1, RUNX1, SETBP1 |
<5% |
IDH1, NF1, FLT3, NPM1, ZRSR2 |
Πίνακας 3: Μεταλλάξεις με προγνωστική σημασία στη CMML (Elena et al. 2016)
Gene |
ASXL1, NRAS, RUNX1, SETBP1 |
Παράλληλα, για να διαφοροποιηθεί η CMML από σπάνιες περιπτώσεις CML (συνήθως με BCR::ABL1 breakpoint e1a2) ή από μυελικά/λεμφικά νεοπλάσματα με ηωσινοφιλία που μπορεί να έχουν CMML-like χαρακτηριστικά, συνιστάται ανάλυση προκειμένου να αποκλεισθούν οι ακόλουθες γονιδιακές αναδιατάξεις:
- BCR::ABL1
- ETV6::PDGFRB
- FIP1L1::PDGFRA
- PCM1::JAK2
- ZNF198::FGFR1
- ETV6::ABL1
Μεταλλάξεις στα γονίδια TET2, SRSF2, ASXL1, ή SETBP1 μπορεί να είναι σχετίζονται με την ηλικία (clonal hematopoiesis of undetermined potential, CHIP), οπότε απαιτείται ερμηνεία μαζί με τα υπόλοιπα διαγνωστικά κριτήρια.